“Κυριακή στο χωριό”. Πολύ μου αρέσει αυτή η εκπομπή που πάει σε διάφορα μέρη της Ελλάδος και μαζεύει τους ντόπιους γύρω από ένα τραπέζι και δοκιμάζουν τοπικές συνταγές και τραγουδάνε δυνατά τα δικά τους τα τραγούδια. Είχε περάσει και από εδώ πριν χρόνια αυτή η ίδια εκπομπή. Ναι, σε τούτο το ξεχασμένο, ακριτικό νησί, που πια δεν έχει ούτε μια χούφτα ανθρώπους να το περπατάνε. Τότε είχαμε ειδοποιηθεί μήνες πριν ότι επρόκειτο να μας επισκεφθεί η κρατική τηλεόραση και να κάνει αφιέρωμα στη μικρή μας γειτονιά και λαχταρούσαμε πως και πως για να έρθει εκείνη η ημέρα που θα στήνονταν εδώ οι κάμερες και θα τραβούσανε πλάνα από τη ζωούλα μας την ταπεινή και θα στέλνανε την εικόνα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου. Είχαμε βρει τα καλύτερα κεντητά τραπεζομάντιλά μας, τα πιο σπάνια εδέσματα μέσα από χειρόγραφους τσελεμεντέδες που είχαν αφήσει για μας και τις επόμενες γενιές οι γιαγιάδες μέσα στα σκονισμένα μπαούλα του χρόνου. Θέλαμε να προσφέρουμε λιγάκι από το χρώμα και τη γεύση του τόπου μας, όσο μπορούσαν βέβαια να χωρέσουν όλα αυτά σε έναν φακό τηλεοπτικό. Και η πολυπόθητη στιγμή έφτασε. Τα συνεργεία φάνηκαν από το λιμανάκι, καθώς κουβαλούσαν στις πλάτες τους ατέλειωτα μαύρα καλώδια, με νέους αμούστακους που έτρεχαν ασταμάτητα και που είχαν στην κωλότσεπη πένσες και ταινίες μονωτικές. Και σύντομα τα τραπεζάκια μας ενώθηκαν κι έγιναν ένα άλλο, μεγάλο τραπέζι. Και βάλαμε τα καλά μας. Και κάτσαμε όλοι στο κέντρο της πλατείας. “Φώτα; Μοτέρ; Πάμε!”.
Και ξάφνου από κομπάρσοι, γίναμε οι πρωταγωνιστές. Δεν θα ξεχάσω την ευχάριστη αμηχανία που νιώσαμε όταν είδαμε όλες εκείνες τις κάμερες να περνάνε σε απόσταση αναπνοής μπροστά από τα πρόσωπά μας, έπειτα να απομακρύνονται και να έρχονται ξανά προς το μέρος μας. Και στεκόντουσαν σε κάθε έναν από εμάς ξεχωριστά. Ήταν λες και η ζωή μας ξαφνικά μπήκε σε πρώτο πλάνο, η όψη μας φωτίστηκε, με το σκηνοθέτη να επιμένει να εστιάζει πάνω στα ραγισμένα δέρματά μας.
Απαντήσαμε σε τόσες και τόσες μελετημένες ερωτήσεις για τα ήθη και τις παραδόσεις μας, για την τοπική μας, την τρομερή λαλιά, για τις θρυλικές ιστορίες και αφηγήσεις των προγόνων μας, για τις προσωπικότητες που γεννήθηκαν ή πέρασαν κάποτε από εδώ, για το αίμα που κρύβεται μέσα σε τούτο το χώμα, για τις ψυχές που βρίσκονται εδώ πιο κάτω, στον πάτο της θαλάσσης, για τα ναυάγια, για τη δύσκολη, ναυαγισμένη ζωή του ακρίτα. Και με σκέρτσο παρουσιάσαμε τα νόστιμα, λαχταριστά μας καλούδια. Και τραγουδήσαμε τα ένδοξά μας τα τραγούδια με όλη τη δύναμη που είχε η φωνή μας. Και χορέψαμε με υπερηφάνεια αέρινη, έτσι όπως οι κοπέλες πηγαινοέρχονταν με τις χειροκέντητές τους τις στολές. Και στη μέση, οι άντρες έφερναν κύκλους επικούς, σφυροκοπώντας με τα πέλματά τους το πλακόστρωτο έδαφος, κάνοντας κινήσεις συντονισμένες, ρυθμικές, όπως αρμόζει σε υπερήφανους λεβέντες που γιορτάζουν. Και βαράγαμε όλοι μαζί παλαμάκια. Κάτοικοι, παρουσιαστές, ηχολήπτες. Ήταν με διαφορά, η καλύτερή μας Κυριακή.
Αφότου τα φώτα σβήσαν και οι διακόπτες κλείσαν, όλοι ρωτάγαμε με ανυπομονησία να μάθουμε πότε θα δείξει την εκπομπή σε επανάληψη για να δούμε και εμείς πως θα φαίνονται οι φάτσες μας μέσα στο γυαλί, μιας και εδώ ποτέ κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να έρθει ούτε καν για να μας φωτογραφήσει. Και προσφέρθηκαν αμέσως οι τεχνικοί να μας δώσουν σε βίντεο το επεισόδιο, είπαν να το δούμε μέσα από οθόνη υπολογιστή, στο διαδίκτυο, αλλά εμείς δεν ξέρουμε από αυτά, ούτε μοντέρνες συσκευές έχουμε εδώ πέρα ούτε πρόσβαση εύκολη στον υπόλοιπο τον κόσμο, είναι σαν κάποιος να τράβηξε το καλώδιο και να μας έχει μόνιμα αποσυνδέσει. Πολύ αναθαρρήσαμε πάντως όταν μας είπαν ότι θα μας έδειχναν μέχρι την Αμερική, την Αυστραλία, τον Καναδά, ότι θα μπαίναμε μέσα σε σπίτια ελληνικά, ότι θα είχαν έτσι την ευκαιρία να μας δουν τα ξενιτεμένα μας ξαδέρφια, οι θείοι που έχουμε για δεκαετίες να σφίξουμε στην αγκαλιά μας. Ήταν σημαντικό και για εκείνους, γιατί θα βλέπανε και πάλι τον τόπο τους, την παλιά τους γειτονιά, θα θαυμάζανε τα παιδιά που μεγαλώσανε και γίνανε άντρες και τους άντρες που γίνανε γέροντες. Και, όντως, μετά από εκείνη την ημέρα, το τηλέφωνο στο καφενείο του χωριού δεν σταμάτησε να χτυπάει και μας παίρνανε από κάθε ελάχιστο μέρος της γης και η γραμμή έπεφτε συνέχεια από το ταλαίπωρο το δίκτυο αλλά και από τα κλάματα τα συνεχόμενα και τα αναφιλητά ανάμεσα σε μανάδες και γιους και από την αγάπη την πολλή και τη νοσταλγία για την πατρίδα τη γλυκιά. Κι όλα αυτά από μια εκπομπή. Κοίτα να δεις.
Πάει καιρός από τότε. Αφού αποχαιρετίσαμε με κινούμενα χέρια και μαντίλια τους καλούς αυτούς φίλους που κάνανε ολόκληρο ταξίδι για να μας κινηματογραφήσουν, επιστρέψαμε στη θλιβερή μας μοναξιά. Στο λιμάνι πια δεν βλέπεις παρά σπάνια μια κάποια αμυδρή κινητικότητα. Εγκαταλείφθηκε κι αυτό στη μοίρα του, όπως και όλοι εμείς εδώ, καθώς στεκόμαστε αραδιασμένοι, σαν τα βράχια που το κύμα παρέσυρε με τα χρόνια στις άκρες του πελάγους. Ακόμα και αυτή η θάλασσα η ίδια πνίγηκε στα φύκια και με δυσκολία πλέον μπορεί κάποιο καράβι να προσεγγίσει την προβλήτα μας. Εντάξει, μείναμε ελάχιστοι αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουμε ανάγκη να νιώθουμε πολίτες ενός κάποιου κράτους, όχι μόνο όταν κάθε πρωί ανεβάζουμε την ελληνική σημαία στον ιστό της, αλλά και στις υπόλοιπές μας τις στιγμές, ειδικά όταν λυγίζουμε από αδυναμία και πρέπει να προμηθευτούμε φάρμακα, καθαρό νερό, τρόφιμα και κανένα γράμμα από τα ξένα. Πάλι καλά που βρήκαμε την ευκαιρία με την εκπομπή εκείνη και περιγράψαμε αναλυτικά όλα αυτά τα προβλήματά μας. Ναι, πέρα από το χορό και την ψυχαγωγία, μας δόθηκε χρόνος για να διαμαρτυρηθούμε και να βροντοφωνάξουμε ότι δεν πάτησε κανενός άρχοντα το πόδι εδώ και ότι δεν άκουσε κανείς ποτέ τη φωνή μας και ότι πρώτη φορά κάποιος μας πρόσφερε το μικρόφωνο για να πούμε το παράπονό μας και ότι το νησί αδειάζει και στο τέλος θα βουλιάξει κι αυτό από την πολλή ανυπαρξία. Και θα χαθεί σαν ένα βότσαλο μικρό μέσα στον απέραντο ωκεανό.
Παρά τις διαβεβαιώσεις και τις παχυλές υποσχέσεις, μετά την αναστάτωση που προκλήθηκε τότε, το παραμικρό δεν έγινε. Κι όλα συνέβησαν ακριβώς, όπως τα είχαμε περιγράψει πριν συμβούν. Οι περισσότεροι αναγκάστηκαν να φύγουν στην ξενιτιά γιατί οι καιροί αλλάξανε και δεν μπορούσαν άλλο να μένουν πίσω. Μονάχα εγώ έμεινα εδώ, γέρος και δυσκίνητος, να μην μπορώ ούτε καν να περπατήσω μέχρι την αυλή μου. Ίσως και να μη θέλω να πάω μέχρι εκεί, γιατί κάθε φορά βλέπω τις άδειες γλάστρες και θυμάμαι πάλι την λατρεμένη μου κυρά που έχασα πριν καιρό και σφίγγεται η καρδιά μου σαν τριαντάφυλλο που του έκοψες τη ρίζα. Και δεν θέλω να πέσω πάλι σε εκείνα τα μικρά τα παπουτσάκια που έχουν μείνει να θυμίζουν ότι ακόμα είμαι πατέρας και παππούς των αγαπημένων μου παιδιών που ζούνε τη ζωή τους μακριά από εμένα γιατί αυτός ο τόπος που τα γέννησε δεν στάθηκε ικανός να τα αναθρέψει. Η μόνη συντροφιά που μου ‘χει απομείνει είναι τούτη η παλιά η τηλεόραση. Δεν είναι τίποτα σπουδαίο, όλα κι όλα τρία κανάλια πιάνει, τα κρατικά, με τη μικρή την κεραιούλα, καθώς παίρνει σήμα από την πλάση όλη. Με ενημερώνει, με διασκεδάζει, ειδικά με εκείνα τα ντοκιμαντέρ για τα πρόσωπα του χθες πολύ με βοηθάει να ξεχνιέμαι. Το περίεργο είναι ότι από προχθές, στα ξαφνικά, έπαψε να δείχνει εικόνες και ανθρώπους. Δείχνει μόνο φόντο μαύρο. Σε όλα τα κανάλια. Τι κι αν τη χτυπάω, τι κι αν στριφογυρίζω την κεραία, καμία αλλαγή. Ατάραχο, διαρκές μαύρο. Λες και κάποιο αόρατο χέρι την έσβησε. Λες και περίμενε την κατάλληλη ώρα να το κάνει. Την ώρα που μαύρο εξαπλώθηκε μπροστά μου.
Την ώρα που έσβησα κι εγώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου