Κατέβηκα τις μέρες του Πάσχα, ένα ταξίδι "αστραπή", στην ιδιαίτερή μου πατρίδα,την Ανδρίτσαινα. ΄Ενα πρωί ("μπονόρα", που το λέμε εκεί), κάθισα στο παλιό, παραδοσιακό καφενείο του "Θωμά", κάτω από τον ιστορικό "πλάτανο του Μπραήμη" και παράγγειλα να απολαύσω έναν "γλυκύ βραστό" (έτσι όπως από παιδί θυμάμαι να τον ψήνει στη χόβολη ο Ηρακλής) και να αναπολήσω τα περασμένα. Δεν πρόφτασα να καθίσω και, τσουπ, μου έρχεται και θρονιάζεται , ακριβώς στο δίπλα τραπέζι, κολλητά στο δικό μου, ένας τύπος κοντοκουρεμένος, βλογιοκομμένος, ("σκατόφατσα" τον έκοψα, έτσι αυθόρμητα με την πρώτη ματιά) και παράγειλε με τουπέ στο παιδί του μαγαζιού "ένα καραφάκι ούζο με μεζέ, ρε μ@λακισμένο"!. Μου έκανε εντύπωση και πώς μιλούσε έτσι και που παράγγειλε ούζο τα χαράματα, αλλά δεν έδωσα συνέχεια στις σκέψεις μου. Ούτε ήξερα, άλλωστε, ποιος ήταν και από "πού κρατούσε η σκούφια" του.
΄Ετσι κι αλλιώς, από "παιδί" που έφυγα από την Ανδρίτσαινα λίγες φορές (κι αυτές του "σκοτωμού" ) πήγα "κάτου". Το αποτέλεσμα ήταν να ξεκόψω νωρίς, να χάσω τις επαφές μου με τους "πατριώτες" και ειδικά με τους συνομηλίκους μου που μεγαλώσαμε , (καλύτερα) "φάγαμε ψωμί κι αλάτι", μαζί. Δεν ήταν, επομένως, περίεργο που έγινα πια " ξένος" στην ίδια μου την "πατρίδα", όταν κατεβαίνω . Οι παλιοί, που ήξερα, έχουν πεθάνει οι περισσότεροι. Οι συνηλικιώτες έχουν ξενιτευτεί κι αυτοί στα πέρατα της οικουμένης. Τους περισσότερους που μένουν "κάτου", τους νεότερους από μένα, δεν τους ξέρω , ελάχιστοι με χαιρετάνε πια.
Δε μου έκανε, λοιπόν, τόσο εντύπωση που δε γνώριζα το "ρεμάλι" δίπλα μου, όσο που μια στιγμή στην "ψύχρα" με κοιτάει καρσί στα μάτια, βάζει και τα "κουλά" του πάνω στο τραπέζι μου και μου πετάει : " Δε μου λε, ρε, φίλε, ο συντοπίτης μου ο Κολοκοτρώνης ,δηλαδής, ήτανε Βλάχος, Αρβανίτης,που λες εσύ ;" Μένω "κόκαλο". Τί λέει, ο άνθρωπος τώρα; Και από πού και ως πού με ρωτάει εμένα για τη φάρα του... Κολοκοτρώνη; Μεθυσμένος είναι, σκέφτηκα, ή κανένας παλαβός, ας τον "καταφρονήσω". Αλλά, πάλι ,"αστραπή", συλλογίστηκα πως, για να με ρωτάει ο παλιάνθρωπος συγκεριμένο ιστορικό θέμα, μάλλον γνώριζε την ιδιότητα μου ,κι ας μην τον ήξερα εγώ.
- Γιατί ρωτάς, ρε πατριώτη και ποιος είσαι ατός σου; Του απευθύνω κι εγώ το λόγο. "΄Ασε εμένα, ποιος είμαι και τί κάνω, εσένα ρωτάω τον γραμματιζούμενο να μου πεις που έβγαλες και τον Κολοκοτρώνη στο σφυρί και πούλησες και την πατρίδα σου", μου πετάει ο άτιμος, τέτοια βρισιά βαριά, μιλάμε, και με "αφήνει στον τόπο" . Τα πήρα επί τόπου "κρανίο", άναψα, -πάει, λέω- δε θα κρατηθώ αν συνεχίσει, θα του φέρω την καρέκλα στη βλογιοκομμένη μούρη. Είναι σίγουρα βαλτός να με τσιγκλήσει, να μου "μπει στη μύτη".
Στο μεταξύ, βλέπω τον Ηρακλή από απέναντι να έρχεται βουή προς τα μας, τάχα να μαζέψει ποτήρια του και με που τον κοιτάζω απορημένος, μου "πατάει το μάτι" και μου κάνει κρυφά νόημα να φύγω, να το βουλώσω.΄Επαθα. Το εννοούσε ο Ηρακλής, τον ήξερα από μικρό παιδί, κάτι "παιζόταν" εδώ, έπρεπε να "την κάνω" χωρίς πολλά-πολλά. Μαζεύω τα χαρτιά μου στο λεπτό από το τραπέζι, ούτε να πληρώσω δε μ΄άφησε και όπου φύγει-φύγει.
Τ΄απόγεμα, κατέβηκα πάλι στο καφενείο. Με τσουρουφλούσε η περιέργεια να μάθω. -Τί έγινε, ρε Ηρακλή, ρωτάω το...σωτήρα μου. -Ποιο ήταν το κ@λόπαιδο που μου "έγινε κουνούπι" το πρωί και τί ζήταγε από μένα; Γέλασε ο παλιός, αγαθός συμπατριώτης καφετζής. "Ρώτα το γερο- Ζαχαίο απο εδώ να σου πει", μου πατάει με νόημα το μάτι. "Θα σου δώκει κανονικό ραπόρτο". Πήρα μια καρέκλα, κάθισα δίπλα στον παππού από του Ζάχα (ένα χωριό παρακάτω από την Ανδρίτσαινα), τον κέρασα καφέ και έπιασε εκείνος να μου "εξιστοράει τα καθέκαστα": "Πού λες, μάτι μ, ετούτος που σε πείραξε την αυγή είναι ένα μουρλό από τα πάνου χωριά, ΄Αμα κατεβαίνει στην "Αγορά" ,αλουπογανίζει, μπεκροπίνει και κογιονεύει. Χρυσαυγίτης είναι, ένας αλήτης. Πιωμένος και άπιωτος είναι το ίδιο. Ρεμάλι του κιαρατά, πειράζει τον κόσμο, βρίζει, απειλεί. Τον έχουνε σιχαθεί ούλοι στην Αντρίτσαινα και στα χωριά αναγύρω, ούτε που του μιλάει κανείς πια, τον έκαναν πέρα ακόμα και οι ακροδεξιοί και έχει λυσσιάξει που του κόψανε την καλημέρα". Πήρε ανάσα και αναστέναξε. Μετά συνέχισε: " Είχαμε οι μαύροι παλιά τους Μάηδες, τους Μαγκανάδες,τους Γερμανοτσολιάδες. Μου σφάξανε τον αδερφό τα καθάρματα το ' 46, 18 χρονώ παλικαράκι. Τώρα ξαναγύρισαν, έχουμε τούτους πάλε, τσαμπουκάδες, φονιάδες, κολασμένες ψυχές". Είπε και πήρε να καθαρίζει τα γυαλιά που είχανε θαμπώσει από το δάκρυ που έβλεπα να κυλάει στα "αργασμένα" από το χρόνο και την " τουραγνία" μάγουλα.
Δεν ήθελα να τον συγχύζω περισσότερο με τις πονεμένες θύμισες. Τον χτύπησα στην πλάτη, τον χαιρέτησα και έφυγα. Στο δρόμο για το Χοτέλ της Σταυρούλας, σκεφτόμουνα μια παλιά ιστορία με ερέθισμα, όσα μου "μολόγησε" ο παππούς από του Ζάχα.
"Θυμήθηκα" παιδί τον μπάρμπα Θανάση.΄Ενας άντρακλας ως εκεί πάνω, ήταν ο μοναδικός στην περιοχή που είχε 12 παιδιά! "Σαν κουνέλα", λέγανε "τα κάνει η Θανάσαινα τα παιδιά" . Τσοπάνης στα βουνά ήτανε, με το ζόρι τα έφερνε βόλτα,τόσα στόματα να θρέψει . Μια περίοδο,κάτι έπαθε,του σάλεψε. "Τον συνεπήραν, μίλησε με αερικό", λέγανε οι άλλοι. ΄Αφηνε, το λοιπόν, ο τσοπάνης τα "ζουντανά" προκλητικά να χαλάνε τα χτήματα του κόσμου, τα περιβόλια,τ΄αμπέλια, τα "καλριά". Τα πλακώνανε κάτω τα γίδια και δε φύτρωνε ούτε ρίγανη στο χωράφι για τα επόμενα πέντε χρόνια . Τον είχαν ταράξει στις μηνύσεις οι παθόντες. Κάθε που δίκαζε το Ειρηνοδικείο στην Ανδρίτσαινα, ο μπάρμπα Θανάσης είχε στο πινάκιο 2 και 3 μηνύσεις. Του βάζανε πρόστιμα, του φωνάζανε οι δικαστές, αλλά τίποτα αυτός. Το χαβά του.Ούτε δικαστήριο λογάριαζε ούτε κόσμο σεβότανε. Να συνεχίζει να "αμολάει" το κοπάδι στα λιβάδια,τα μποστάνια και τις καλλιέργειες του κοσμάκη.
Οπότε, τί του κάνουνε, μάθαμε μετά. "Αφού δε βάζει μυαλό",τους ορμήνεψε, ο δικηγόρος ο Πρίγκουρης, "θα του κάνουμε χουνέρι. Θα τον βάλουμε στην απομόνωση, "στ΄΄Αναπλιού το Παλαμήδι", κανονικά. ΄Οχι τυριά και βουτύρατα να μην αγοράζουμε από δαύτον, αλλά να του κόψουμε και την καλημέρα. ΄Ολοι . Και τα μαγαζιά να μην του πουλάει κανείς τίποτα. Ούτε καφέ να μη του δίνουνε στα καφενεία. Να τον έχουνε όπως τους χολεριασμένους, σα να χει "χτικιό".
΄Ετσι και κάνανε. Λέγανε ήταν διαβασμένος δικηγόρος ο Μίμης ο Πρίγκουρης, σοβαρός,τον σεβόντουσαν όλοι, ήξερε τί έλεγε. Μόλις ,λοιπόν, Αντριτσάνοι και γύρω χωριά ξεκίνησαν "εμπάργκο-μποϋκοτάζ" στον μπάρμπα Θανάση κι ούτε που τον χαιρέταγε κανείς, ούτε άλλες δοσοληψίες είχανε μαζί του, "έσκασε","νταμιλιάστηκε" που λέμε "κάτου", ετούτος. Σε ένα μήνα μέσα,πήρε το κοπάδι ,τη Θανάσαινα , το παιδομάνι-ασκέρι και μετακόμισε στα κάτω χωριά, στην Πλατιάνα, την Κρέστενα, τα Ολύμπια, δεν ξέρω. Δεν ξαναπάτησε, λέγανε, τα επόμενα χρόνια πάνου. Εκεί πέθανε, εκεί τον θάψανε.
Οι Ανδριτσάνοι είναι περίεργοι άνθρωποι.΄Έχουν κουσούρια μπόλικα, αλλά έχουν και τα καλά τους. Πάνω απ΄όλα είναι καλαμπουριτζήδες, πειραχτήρια, "έξω καρδιά". Στήνουν χοντρές φάρσες. ΄Αμα σου κάνουν πλάκα, πρέπει να τη δεχτείς κι αν είσαι ξύπνιος να τους την ανταποδώσεις πιο τσουχτερή. Αν τσαντιστείς και "νιατώσεις" την έβαψες. Σε παίρνουν στο ψιλό. Εκείνο,όμως, που μισούν περισσότερο, είναι να κάνεις τον "καμπόσο", τον σπουδαίο, να "γράφεις" τους άλλους και να παριστάνεις τον νταή και τον μάγκα. Χάθηκες. Σε κάνουν "πέρα" στη στιγμή, σε στιγματίζουν, σε αποκόβουν εντελώς κοινωνικά. Ούτε "γεια","ούτε πόσο μπάρμπα τα μήλα". Και μπορεί να φανταστεί κανείς τί σημαίνει σε μια επαρχία να μη σε πλησιάζει άνθρωπος, να μη σε κερνάει ένα καφέ,να μην έχεις καφενείο να παίξεις μια "κολιτσίνα", να πεις με κάποιον μια κουβέντα; Ζωντανός νεκρός. Τελειωμένος!
Αυτό χρειάζεται στους Νεο-Ναζί σήμερα. Να τους αποκόψουμε κοινωνικά . Να τους κρατάμε μακριά από τις παρέες, τις συντροφιές, τις κοινωνικές συναναστροφές. Κανένα αλισβερίσι μαζί τους. Δεν μας ξέρουν,δεν τους ξέρουμε. Ειδικά στην επαρχία, είναι πιο εύκολο να πετύχει αυτή η τιμωρία. Ούτε μια ξερή καλημέρα, ν΄αλλάζεις δρόμο, όταν ανταμώνεις με τέτοιους.
Να κάνουμε τα χωριά μας, όλη την ελληνική επαρχία, "Ανδρίτσαινα". Θα είναι η απάντηση του λαού μας σ΄αυτή τη "χολέρα", που ξέσπασε απειλητικά στη χώρα και την έχει διασύρει στα πέρατα της ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ.
Δεν αξίζει αυτή η χώρα τέτοια ξεφτίλα. Να γνωρίζουν την Ελάδα οι ξένοι όχι για τους "Παρθενώνες" της, αλλά για τον τόπο που "λατρεύουν" το Χίτλερ; "Για όνομα του θεού", βρε παιδιά!
Αναδημοσίευση από το HOMO-NATURALIS
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου