του Νίκου Χρ. Παπακωνσταντόπουλου
Κάποτε τα πανηγύρια είχαν πολύ παραδοσιακότερο χαρακτήρα, απ’ ότι σήμερα και γίνονταν (όπως και τώρα) το καλοκαίρι. Είναι η εποχή που οι μετακινήσεις ήταν ευκολότερες, είναι μεγάλη η μέρα, είναι «στέγνη», προσφέρονται για εκδηλώσεις οι εξωτερικοί χώροι και άλλες παρόμοιες «ευκολίες». Αρχίζουν μετά το Πάσχα, που ο καιρός «ανοίγει», συνήθως της Αναλήψεως ή της Πεντηκοστής, και «κλείνουν» του Αγίου Δημητρίου. «Αφορμή» για το πανηγύρι είναι η γιορτή του πολιούχου Αγίου και το χωριό γινόταν/γίνεται το επίκεντρο του ενδιαφέροντος όλης της περιοχής.
Η γιορταστική ατμόσφαιρα έκανε «μπαμ» από μέρες πριν: Ετοιμασίες μέσα και έξω από το σπίτι, ασβεστώματα, γλυκά, στάρινο(!) ψωμί… Η μεγαλύτερη όμως «γιορτή» ήταν ο ερχομός των ξενιτεμένων, που γέμιζε τα σπίτια και τις καρδιές όλων με ανείπωτη ευτυχία!
Οι καμπάνα της εκκλησίας χτύπαγε/χτυπάει πρωί – πρωί τόσο πανηγυρικά, που αντιλαλούν γύρο βουνά και λαγκάδια από τη μελωδία της! Μια ατέλειωτη «ουρά» λαμπροφορεμένων προσκυνητών ανηφόριζε ή κατηφόριζε (ανάλογα με το πού ήταν η εκκλησία), κρατώντας στα χέρια τους το τάμα τους οι περισσότεροι, που ήταν μια μεγάλη λαμπάδα, «ίσα με το μπόι τους».
Το «πρώτο» «πανηγυράκι», που «κράταγε» λίγη ώρα μόνο, ήταν το τραγούδι και ο χορός έξω από την εκκλησία που γιόρταζε, και μετά τη λειτουργία. Το τραγούδι «με το στόμα», με ή χωρίς «τα ταβούλια», το έλεγε συνήθως κάποιος γεροντότερος που το ήξερε καλύτερα και το «έπαιρναν» οι άλλοι, (μια μικρή ομάδα ή και όλοι μαζί).
Μετά την εκκλησία ο κάθε νοικοκύρης «μάζευε» τους φίλους – συγγενείς – επισκέπτες/προσκυνητές από τα διπλανά χωριά και τους πήγαινε στο σπίτι για μεσημέρι. Είχαν φτάσει μέχρι εκεί καβάλα στα ζώα, άλογα και μουλάρια κυρίως, με στρωμένο το καλύτερο αλπλάδι στο σαμάρι, που σήμαινε και γιορτινή «έξοδο». Σίγουρα το άλογο ήταν και μέσο «επίδειξης», αλλά δεν «πήγαινε πίσω» και ένα καλό μουλάρι, σε σχέση με το μεταφορικό μέσο των «λαϊκών μαζών», το γαϊδουράκι. Ο χώρος γύρο από την εκκλησία που πανηγύριζε γέμιζε με τα δεμένα από τα δέντρα ζώα των προσκυνητών, που τους είχαν «ρίξει» και λίγο χορτάρι, να έχει η αναμονή τους… ενδιαφέρον!
Στο «πανηγυράκι» αυτό, έξω από την εκκλησία, οι γυναίκες δεν «συμμετείχαν», περισσότερο για πρακτικούς λόγους: Έπρεπε να γυρίσουν σπίτι, αμέσως μετά τη λειτουργία, γιατί όλο και κάποιος θα «έμπαινε», «μέρα που ήτανε». Το τραπέζι δεν θα μπορούσε να μην έχει και αυτό πανηγυρικό χρώμα με το σφαχτό, το φρεσκοφουρνισμένο – μυρωδάτο ψωμί από τα χέρια της άξιας νοικοκυράς στο φούρνο του σπιτιού, το βαρελίσιο σπιτικό τυρί και το κρασί από το βουτσί! Όλοι ευφραινόντουσαν και το τραγούδι και ο χορός σε λίγο άρχιζαν!
Σε μακρινά ξωκλήσια παίρνανε μαζί τους και το «μεσημεριανό»: Κρέας βραστό, ψωμί, τυρί, αυγά βραστά και, οπωσδήποτε, κρασί. Απαραίτητα και το μεσάλι, ένα δυο κύπελλα, κάποιο «σκουτί» για να κάτσουν κάτω από τον ίσκιο, χωρίς να λερώσουν τα καλά τους.
Η επιστροφή στο χωριό γινότανε το απόγευμα, με φυλαγμένο, οπωσδήποτε, «ένα κομμάτι αντίδερο», ή άρτο – ευλογία του Αγίου – , για τους γέροντες ή εκείνους που οι δουλειές δεν τους επέτρεπαν να συμμετέχουν στο προσκύνημα και στη γιορτή που ακολουθούσε.
Σήμερα που το αυτοκίνητο παρέχει άλλες ευκολίες, έχουν γίνει και αυτές οι
εικόνες σπάνιες, ή έχουν λείψει τελείως!
εικόνες σπάνιες, ή έχουν λείψει τελείως!
«Ετήσιου» ενδιαφέροντος ήταν και το συγκρότημα που θα έφτανε στο χωριό για το πανηγύρι. Οι αφίσες, που από μέρες είχαν αναρτηθεί σε διάφορα σημεία, προϊδέαζαν για την ποιότητα της ψυχαγωγίας και το κέφι. Η «χορεύτρια», που δεν ήταν άλλη από την «τραγουδίστρια» του συγκροτήματος, μονοπωλούσε πάντα την αναμονή και το ενδιαφέρουν του κοινού και, φυσικά, των ανδρών, περισσότερο: Αν θα έχει χάρη στην κίνηση του χορού, αν θα είναι καλλίφωνη, αν θα κατέβαινε από την πίστα να «συνοδέψει» τους χορευτές, τι θα φοράει… Και την εποχή που «ήλθε» το μίνι στη μόδα… χαράς ευαγγέλια!!!
Η «εμφάνιση» το βράδυ στο κέντρο του χωριού, στα «βιολιά», έπρεπε να είναι πολύ προσεγμένη και για τους ελεύθερους και τις ελεύθερες, ακόμα πιο προσεγμένη! Το γλέντι, ο χορός και το κέφι κράταγαν μέχρι το πρωί, που οι «ξένοι» φεύγανε για τον τόπο τους, και οι «ντόπιοι» παγαίνανε στις δουλειές τους, ή (κάπως σπάνια) για ύπνο.
Στα πανηγύρια προς τιμήν του πολιούχου του χωριού, δεν υπεισέρχονταν εμπορικές δραστηριότητες και δινόταν βαρύτητα στον παραδοσιακό χαρακτήρα και στην αφιλοκερδή φιλοξενία από τους «ντόπιους» προς τους «ξένους». Τα εμπορικά πανηγύρια γίνονταν προς το τέλος του καλοκαιριού, σε μεγαλύτερα και κεντρικότερα χωριά και όχι προς τιμήν Αγίου.
Το τέλος του πανηγυριού έφερνε πάντα μελαγχολία, αφού το γιορτινό – πανηγυρικό κλίμα ήταν πλέον παρελθόν. Γινόταν όμως ακόμα πιο μελαγχολικό, αφού έφευγαν και οι ξενιτεμένοι και κάθε σπίτι άδειαζε.
Στο Λειβάρτζι, που γιορτάζει το μοναστήρι μας, η Αγία Τριάδα, και έχουμε το «προνόμιο» να «ανοίγουμε» τα πανηγύρια, των χωριών μας (και μάλιστα με τριήμερη διάρκεια), περιμένουμε τους φίλους και τους συγγενείς από τα γειτονικά χωριά, με παλιά, αλλά και με νέα «συνταγή»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου