Ο Ηλίας Τσάγκλας από το χωριό Πεύκες, 18 ετών τότε, κατέβασε τη σβάστικα μέρα μεσημέρι από τον χώρο της Γερμανικής Αρχαιολογικής Σχολής. Εσβησε πριν από 10 χρόνια, σεμνός και αθόρυβος όπως έζησε
Στη σκιά της ιστορίας έχει μείνει εδώ και εξήντα χρόνια το παράτολμο κατόρθωμα ενός Πελοποννήσιου εφήβου. Μέρα μεσημέρι, μέσα στον τρόμο της γερμανικής κατοχής, κατέβασε τη σβάστικα από τον χώρο της Γερμανικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Αρχαία Ολυμπία.
Συνέβη την 1η Αυγούστου 1941, δύο μόλις μήνες μετά την ηρωική ενέργεια της Ακρόπολης των Αθηνών, τη νύχτα της 30ής προς 31ης Μαΐου.
Η διαφορά είναι ότι, σε αντίθεση με τον Μανώλη Γλέζο και τον Λάκη Σάντα, ο πρωταγωνιστής της Ολυμπίας παρέμεινε στην αφάνεια.
Είναι ο Ηλίας Τσάγκλας, λένε στις Πεύκες, που πρώτα ονομαζόταν Βύλιζα και σήμερα αποτελεί διοικητικό διαμέρισμα του Δήμου Αρχαίας Ολυμπίας. Το δηλώνει ο πρόεδρος του διαμερίσματος Λυμπέρης Διονυσόπουλος.
Οταν οι ναζί πάτησαν την Κοιλάδα του Αλφειού, ο Ηλίας ήταν - δεν ήταν 18 χρόνων. Οπως όλοι σχεδόν οι νέοι στο χωριό, δούλευε και αυτός στα χωράφια. Αν και η οργανωμένη αντίσταση είχε αρχίσει να αναπτύσσεται στην Ηλεία, εκείνος έμενε μακριά.
Δόξες και τιμές κανείς δεν αποκόμισε μετά την απελευθέρωση. Ο ίδιος προτίμησε την ανωνυμία. Ανάλογες συμπεριφορές οφείλονται συνήθως σε λόγους είτε σεμνότητας είτε αυτοπροστασίας. Το τελευταίο φαινόμενο παρουσιάζεται συχνά ιδιαίτερα ισχυρό για τουλάχιστον τρεις δεκαετίες μετά την απελευθέρωση.
Ο Ηλίας Τσάγκλας πέθανε πριν από 10 χρόνια, χτυπημένος από τον καρκίνο. Εσβησε αθόρυβα, όπως έζησε. Και ας είχε αναστατώσει με την αποκοτιά του τις κατοχικές Αρχές το καλοκαίρι του ‘41.
«Αφριζαν» οι Γερμανοί Οι σκληρές ανακρίσεις δεν έβγαλαν άκρη
Ο άνθρωπος, που το αυγουστιάτικο καταμεσήμερο ξεκρέμασε τη γερμανική σημαία από τον αρχαιολογικό χώρο της Ολυμπίας, κινήθηκε σαν φάντασμα. Δεν έγινε από κανέναν αντιληπτός. Φαίνεται πως αρχαιολόγοι και το λοιπό προσωπικό ξεκουράζονταν, μετά το φαγητό, αποκαμωμένοι από τον καύσωνα, συνηθισμένο αυτή την εποχή. Εγιναν αθρόες συλλήψεις και σκληρές ανακρίσεις απ’ όπου δεν βγήκε άκρη. Το περιστατικό προκάλεσε αναστάτωση σε Αθήνα, Πύργο, Ολυμπία. Ο κατοχικός νομάρχης Ηλείας έστειλε αναφορά προς το υπουργείο Εσωτερικών της κυβέρνησης Τσολάκογλου στις 4 Αυγούστου. Ανέφερε: «Μάρτυν καταθέτοντα συγκεκριμένον τι εύρομεν μέχρι τούδε ένα μόνον, τον αγροφύλακα της κοινότητος, όστις καταθέτει ότι κατά την εν λόγω ώραν (ΣΣ, 1.00 μ.μ.) είδεν εξ αποστάσεως 1.000 περίπου μέτρων δύο άτομα ιστάμενα εγγύς του κοντού, όπου ήτο ανηρτημένη η σημαία, αλλά λόγω της αποστάσεως δεν ανεγνώρισεν αυτά ούτε έδωσε ιδιαιτέραν σημασίαν, διότι εθεώρησε τούτους εκ του συνήθους υπηρετικού ή εργατικού προσωπικού της Σχολής». Ο νομάρχης δεν αρνείται ότι εκ πρώτης όψεως φαντάζει δύσκολο να αφαιρέθηκε η σημαία τέτοια ώρα, χωρίς ο δράστης να γίνει αντιληπτός. Αλλά αμέσως παραθέτει τις ιδιαίτερες συνθήκες:
- Το προσωπικό γευμάτιζε σε χώρο όπου η σημαία δεν ήταν ορατή.
- Ο αριθμός των Ελλήνων εργατών είχε περιοριστεί σε 8-10 λόγω της περιορισμένης ανασκαφικής δραστηριότητας.
- Μόλις 15 βήματα από το κοντάρι της σημαίας αρχίζει πυκνό δάσος, όπου οι δράστες γίνονται αθέατοι.
Θεωρεί ως πιθανούς δράστες κομμουνιστές και μέλη των οικογενειών τους συνελήφθησαν. Σημειώνει: «Εις το εργατικόν δυναμικόν της Σχολής υπήρχον καί τινες κομμουνισταί 3-4, οίτινες λόγω του ότι γίνονται συλλήψεις κομμουνιστών εξ άλλων λόγων εκρύβησαν, αι δε οικογένειαί των κρατούνται εις την Αστυνομίαν ως εξαναγκαστικόν μέσον, όπως παρουσιασθώσιν». Στην έκθεση του νομάρχη γίνεται λόγος για 20 ομήρους: «Σήμερον μ’ επληροφόρησεν ο ενταύθα συνταγματάρχης διοικητής των Ιταλικών Στρατευμάτων Κατοχής ότι συνέλαβεν και μετέφερεν ενταύθα (ΣΣ, στον Πύργο Ηλείας) 20 κατοίκους Ολυμπίας σκοπών να κρατήσει αυτούς ως ομήρους μέχρις ανακαλύψεως του δράστου της κλοπής της σημαίας».
Γρ. Φαράκος: Αγνωστοι έμειναν οι πατριώτες
Ο Γρηγόρης Φαράκος έχει ασχοληθεί με το θέμα στο βιβλίο του «Η μάχη των συμβόλων - Το κατέβασμα της χιτλερικής σημαίας από την Αρχαία Ολυμπία». Θεωρεί άγνωστους τους πατριώτες, που προχώρησαν στο παράτολμο εγχείρημα τον Αύγουστο του 1941.
Σημειώνει χαρακτηριστικά:
«Οι αγωνιστές εκείνοι, απ’ ό,τι ξέρω, διατήρησαν ως τώρα την ανωνυμία τους. Δεν θεώρησαν, όπως και χιλιάδες άλλοι, πως έπραξαν κάτι το εξαιρετικό. Απλώς, ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του καιρού τους». Αλλοι βετεράνοι της Εθνικής Αντίστασης από τα μέρη της Ολυμπίας, όπως ο Θουκυδίδης Κοσμόπουλος, θεωρούν πιθανότερο οι πατριώτες που υπέστειλαν τη σβάστικα να μη βρίσκονται μεταξύ εκείνων που επέζησαν της ναζιστικής κατοχής.
Χίτλερ: Προπαγάνδα και ανασκαφές στην Ολυμπία
Ιδιαίτερα ενόχλησε τους Γερμανούς ότι το περιστατικό διαδραματίστηκε στον αρχαιολογικό χώρο της Ολυμπίας. Αυτό προκύπτει από την αναφορά που συνέταξε ο Γκίντερ Αλτενμπουργκ, πληρεξούσιος του Ράιχ για την Ελλάδα.
Απευθύνεται στον κουίσλινγκ Τσολάκογλου και εκφράζει τη λύπη του, που όλα έγιναν «εις τον χώρον ανασκαφών της Ολυμπίας, διά τας οποίας ως γνωστόν ο Φύρερ επιδεικνύει εξαιρετικόν ενδιαφέρον».
Πράγματι, η ναζιστική προπαγάνδα και ο Χίτλερ προσωπικά είχαν προσπαθήσει να εκμεταλλευτούν στο έπακρον την ολυμπιακή ιδέα και τις ανασκαφές στην Αρχαία Ολυμπία. Αυτό φάνηκε ιδιαίτερα στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου, το 1936.
Πράκτορες
Τον τελευταίο καιρό, πριν από τη γερμανική επίθεση στην Ελλάδα, οι αρχαιολογικές αποστολές χρησιμοποιούνταν συχνά ως χώροι κάλυψης χιτλερικών πρακτόρων. Αρκετοί απ’ αυτούς χρησιμοποιούσαν ως προκάλυμμα τη Γερμανική Αρχαιολογική Σχολή στην Αθήνα και την αποστολή της στην Ολυμπία.
Τον τελευταίο καιρό, πριν από τη γερμανική επίθεση στην Ελλάδα, οι αρχαιολογικές αποστολές χρησιμοποιούνταν συχνά ως χώροι κάλυψης χιτλερικών πρακτόρων. Αρκετοί απ’ αυτούς χρησιμοποιούσαν ως προκάλυμμα τη Γερμανική Αρχαιολογική Σχολή στην Αθήνα και την αποστολή της στην Ολυμπία.
Αυτό δεν έχει να κάνει με τη μεγάλη προσφορά των Γερμανών αρχαιολόγων για την κλασική Ελλάδα και, ειδικά, για την Ολυμπία.
Οι ανασκαφές στην Ολυμπία άρχισαν από Γάλλους τον Μάιο του 1929, δύο χρόνια μετά τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου. Τα ευρήματα μεταφέρθηκαν στο Λούβρο, όπου εκτίθενται σήμερα.
Οταν η ελληνική κυβέρνηση πληροφορήθηκε την αρπαγή, διέταξε τη διακοπή των ανασκαφών. Ξανάρχισαν το 1875 από Γερμανούς αρχαιολόγους, όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα.
Διάσημος οπαδός της παραμονής των αρχαιολογικών θησαυρών στον τόπο ανακάλυψής τους υπήρξε ο Γερμανός ιστορικός και αρχαιολόγος Ερνεστ Κούρτιους (1814-1896). Επηρέασε την αρχαιολογική σκέψη σε σημείο, που ύστερα απ’ αυτόν η Αρχαιολογία έπαψε να αποτελεί κυνήγι θησαυρών, αλλά επιστημονική επιδίωξη.
Πηγή: Έθνος (ΘΟΔΩΡΗΣ ΡΟΥΜΠΑΝΗΣ)
1 σχόλιο:
Δυστηχως παρα πολλοι ΠΑΤΡΙΩΤΕΣ εμειναν στην αφανεια για διαφορους λογους και πηραν τη δοξα καποιοι που αξιζαν και καποιοι που σφετεριστηκαν και αδραξαν της ευκαιριας και τους εχουμε για ηρωες ενθεν και ενθεν!
Δημοσίευση σχολίου