p

Το δάσος της Φολόης, η Δίβρη, η Ανδρίτσαινα,το Αντρώνι, η Αγία Αννα,του Λάλα, το Γούμερο ,η Φιγαλεία, η Πηνεία, η Μίνθη και ο Ερύμανθος δεν είναι απλοί τουριστικοί προορισμοί..... Είναι μικρές πατρίδες!!!Η ορεινή Ηλεία είναι μια από τις περιοχές που ο τουρισμός δεν έχει αλλοιώσει. Η ζωή συνεχίζεται σε ορισμένες περιοχές της όπως πριν από 50 χρόνια

Σάββατο 14 Μαΐου 2011

ΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΜΗΤΣΟ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟ


Μήτσος Αλεξανδρόπουλος
Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος γεννήθηκε στην Αμαλιάδα το 1924, όπου και έζησε ως το 1943. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο ήρθε στην Αθήνα και γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο, στα νομικά. Η χιτλερική κατοχή τον βρίσκει φοιτητή στην Αθήνα. Εντάσσεται στο κίνημα Εθνικής Αντίστασης κι έκτοτε η ζωή του αποκτά δύο ενδιαφέροντα: την απελευθέρωση και το γράψιμο. Άρχισε να γράφει από μαθητής του Δημοτικού. Το 1954 εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο: «Σοβιετικές Γνωριμίες», διηγήματα, ακολούθησαν τα «Αρματωμένα χρόνια», διηγήματα, 1955, το μυθιστόρημα «Νύχτες και Αυγές»,1961, και «Μια πρόσφατη ιστορία», διηγήματα, 1962. Τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό αντιστασιακού διηγήματος της "Επιθεώρησης Τέχνης" (1963 για τους "Κορυσχάδες"), με τα διεθνή λογοτεχνικά βραβεία Τολστόι (1978) και Γκόρκι (1979), για τις μελέτες και μεταφράσεις του από τη ρωσική λογοτεχνία, με το πρώτο βραβείο μυθιστορηματικής βιογραφίας (1981, για "Το ψωμί και το βιβλίο: ο Γκόρκι"), το βραβείο Τουμανιάν (1985 για το "Οι Αρμένηδες: ταξίδι στη χώρα τους και την ιστορία τους"), το μετάλλιο Πούσκιν (2007) και το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του (2001). Πέθανε στην Αθήνα τη Δευτέρα 19 Μαΐου 2008, μετά από μάχη με τον καρκίνο.


ΝΥΧΤΑ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ
Νύχτα των Θεοφανείων. Οι δρόμοι είχαν ερημώσει από νωρίς. Όλη τη μέρα ψιλόβρεχε και η ατμόσφαιρα ήταν φορτωμένη υγρασία.
Ήταν και σκοτάδι. Στο καφενείο του Γιώργη έσβησε το τελευταίο φως. Βγήκαν δύο, στάθηκαν λιγάκι στο πεζοδρόμιο, ύστερα πέρασαν την Ακαδημίας και ανηφόρισαν σε κάποια πάροδο. Στο βάθος του δρόμου ακούστηκε ένα ακορντεόν. Μέσα στη σιωπή ο γνώριμος σκοπός δεν κρατούσε τίποτα από τις παλιές ρομαντικές συγκινήσεις. Ήρθε βαρύς, σαν υπόκρουση σε κάποια καταθλιπτική ιστορία. Το όργανο κράτησε κάμποσο τα ακομπανιαμέντα και ύστερα άρχισε η τετραφωνία. Τράβηξε  πρώτος την κορώνα του ο τενόρος:

― Κελαϊδήστε!
Ακολούθησαν κι οι άλλοι:
― Ωραία μου, πουλάκια, κελαϊδήστε…
Όλα ήταν στη θέση τους: οι τενόροι, τα σεκόντα, τα βαρύτονα και οι μπασαδούρες. Δεν έλειπαν και οι γυναικείες φωνές.
― Αυτοί είναι! Είπε ο ένας από τους δύο. Και πού το διαλέξαν οι διαβόλοι το τραγούδι; Πόσοι να ’ναι;
― Ολόκληρη ορχήστρα πνευστών και εγχόρδων.
― Σε μια ώρα υπολογίζω να τελειώνουμε!...
― Ο δρόμος είναι μικρός. Από την εκκλησία και κάτω θα είναι άλλο συνεργείο.
― Από ποιους;
― Δεν ξέρω. Ο Τηλέμαχος είπε πως από την εκκλησία και κάτω θα είναι άλλοι…
Από την αρχή του δρόμου ως την εκκλησία ήταν δύο τετράγωνα. Μέσα σε μία ώρα σ’ όλα εκείνα τα σπίτια έπρεπε να γραφτούν κάμποσα συνθήματα που τα είχε αφήσει στο καφενείο το πρωί ο Τηλέμαχος, και ο Κοσμάς με το μάστρο-Γιάννη τα είχαν μάθει απόξω. Οι δύο εκείνοι είχαν αναλάβει να τα γράψουν. Κάτω από τα παλτά τους τυλιγμένα με κάτι εφημερίδες κρατούσαν τα πινέλα. Οι μπογιές είχαν προπορευτεί. Δύο επονίτες είχαν από την ημέρα κάνει την αναγνώριση. Μόλις νύχτωσε κουβάλησαν και τις μπογιές σε κάτι τενεκεδένια κουτιά και βόλεψαν εκεί κοντά σε μέρη που είχαν επισημάνει από τη μέρα.
Ο μάστρο-Γιάννης κι ο Κοσμάς μόνο που δεν έτρεχαν. Ο Κοσμάς ήταν ακόμα πρωτάρης, αυτή ήταν η πρώτη φορά που έβγαινε να γράψει συνθήματα.
― Προ παντός να μην τρέμει το χέρι! Τον συμβούλεψε ο μάστρο-Γιώργης. Τα γράμματα πρέπει να βγαίνουν κούκλες. Όμορφα μα και παλικαρίσια. Και να μην έχουν και λάθη, γιατί θα μας λεν και αγράμματους. Και το κυριότερο, Κοσμά, να μη φαίνεται τσαπατσουλιά και βιασύνη. Βούτα το πινέλο στη μπογιά, ύστερα τράβα το απότομα και στριφογύρνα για να μη στάξουν οι μπογιές απάνω σου. Και κόλα το κατευθείαν στο ντουβάρι. Τα χέρια να πηγαίνουν αστραπή.
Στο μεταξύ το τραγούδι ακουγόταν πιο κοντά. Είχαν τελειώσει το «κελαϊδήστε», το ακορντεόν τράβηξε κάμποσα ακομπανιαμέντα κι ύστερα «μπήκε» ο βαρύτονος:
Πάμε φίλοι εις τον Βάκχον.
Όλοι μας σαν παλικάρια…
― Τον ακούς; Είπε ο μάστρο-Γιώργης. Είναι ο Φώτης ο κουρέας. Τραγουδάει λες και κάνει μιζαμπλί ο μασκαράς.
Ο Κοσμάς γέλασε. Ο Φώτης ήταν ο υπεύθυνος μιας τριάδας και τα πάρε-δώσε μαζί του τα κρατούσε ο Κοσμάς. Τελευταία ο Φώτης τον είχε φάει πως ήταν κάποιο σοβαρό ζήτημα, που ήθελε να «βάλει» στην οργάνωση. Μα όλο και τ’ ανάβαλλε. Τέλος μια μέρα που τον βρήκε μοναχό στο κουρείο ανοίχτηκε: ήθελε να έχει τη γνώμη της οργάνωσης προκειμένου να παντρευτεί. Η δυσκολία ήταν ότι είχε αρραβωνιαστεί πριν μπει στην οργάνωση. Τώρα όμως εκείνος μπήκε στην οργάνωση, ενώ η αρραβωνιαστικιά του δεν ήταν οργανωμένη. Ο Κοσμάς το βρήκε κι αυτός το ζήτημα σοβαρό και συμβουλεύτηκε τον Τηλέμαχο. Και κει το πήραν στο ψιλό.
―Καλύτερα να έλειπε αυτή η χορωδία και η φασαρία της, είπε ο Κοσμάς. Κακό κάνει παρά καλό. Με τη φασαρία της, είναι σα να τους λέει εδώ είμαστε!
― Δεν έχεις δίκιο! Είπε ο Γιώργης. Εκεί στην άκρη του δρόμου κάθεται μια επονίτισσα. Οι νεολαίοι τώρα είναι μαζεμένοι στην αυλή της και από κει ελέγχουν όλο το δρόμο. Εσύ έχε το νου σου: άμα τραγουδούν καντάδες θα πει πώς είναι ήσυχα. Άμα συμβεί τίποτα, θα αρχίσουν τα «Κύματα του Δουνάβεως», οπότε πρέπει να του δίνεις. Παράτα πινέλα και μπογιές και γίνου Λούης… Αλλά τέτοια νύχτα κανείς δεν πρέπει να ξεμυτίσει…
― …Τώρα που έχει πολύ σκοτάδι, συνέχιζε ο Γιώργης, εσύ μην αρχίσεις να γράφεις αμέσως. Άφησε πρώτα να συνηθίσει το μάτι σου απάνω στο ντουβάρι, μέτρησε την απόσταση κι ανάλογα με το σύνθημα που έχεις κανόνισε και τα γράμματα, έτσι που να είναι όλα ένα μπόι. Και μην τ’ αφήνεις έτσι ξερά. Κόλα τους κι από μια ουρίτσα να γίνονται της καλλιγραφίας.
Μιλούσε για τα συνθήματα κι έλεγες πως στεκόταν πίσω από τον καράπαπα και φανέρωνε τους θεριακλήδες τα μυστικά της τέχνης του.
― Και προσοχή, Κοσμά, στα θαυμαστικά. Όταν τελειώνεις το σύνθημα τράβα κι από ένα θαυμαστικό. Τα σύνθημα χωρίς θαυμαστικό είναι λες και του λείπει το καύκαλο. Το θαυμαστικό κάνε το μεγάλο, να φωνάζει μοναχό του και να τον σταματάει τον άλλο από μακριά…
― … Κι άμα που λες τελειώνει το κάθε σύνθημα, γράφε και ένα ΕΑΜ, τα γράμματα να είναι σε απόσταση το ένα από το άλλο, μα με τελείες να μη τα χωρίζεις.
― Να πετάξω και κανένα σφυροδρέπανο από κάτω; τον πείραξε ο Κοσμάς.
― Μην το λες αστεία και την έπαθα ένα βράδυ, είπε ο μάστρο-Γιώργης. Είχα γράψει ένα σύνθημα κούκλα: «Πατριώτη, όποιος κι αν είσαι, οργανώσου στο ΕΑΜ» κι από κάτω αφαιρέθηκα και πετάω ένα σφυροδρέπανο δύο μπόγια. Και το πλήρωσα ―τη μάνα του― με βαριά μομφή και προειδοποίηση διαγραφής.
Στο μεταξύ είχαν φτάσει. Από τη χορωδία έκοψαν δύο και πλησίασαν. Ήταν δύο κορίτσια. Τη μία ο Κοσμάς την ήξερε. Ήταν εργάτρια σε μία φάμπρικα κοντά στη πλατεία Αττικής. Πριν ένα μήνα οι γερμανοί τής είχαν σκοτώσει τον αδελφό.
Μαζί με τα κορίτσια ήρθε και ο ακορντεονίστας. Αυτός ανάγγειλε μία μικρή μεταβολή στο πρόγραμμα. Αν έρχονταν τίποτα γερμανοί ή της Ασφάλειας δεν θα έπαιζε, είπε, τα «Κύματα του Δουνάβεως», παρά λόγω της ημέρας θα το γύριζε στο «Σήμερα βαφτίζεται ο Χριστός».
― Σύμφωνοι, είπε ο μάστρο-Γιώργης. Αινείτε, τον Κύριο. Αινείτε αυτόν εν χορδαίς και οργάνοις…
Η εργάτρια πήγε με το μάστρο-Γιώργη. Η άλλη ήταν ένα βαρελάκι τόσο δα. Την έβλεπε ο Κοσμάς και θυμόταν το γέρο Κατσωτάκη: «ένας βόμπιρας σας λέγω!...».
― Έλα συναγωνιστή! είπε του Κοσμά και πήρε την άλλη μεριά του δρόμου.
Σταμάτησε μπροστά σε μια πέτρινη μάντρα. Το ντουβάρι ήταν κιόλας ασπρισμένο.
― Εγώ το άσπρισα, είπε το κορίτσι. Όσο να έλθετε έφερα ασβέστη και το άσπρισα. Είναι ακόμα φρέσκο. Μα δεν πειράζει. Αν δεν πιάσει καμιά βροχή θα στεγνώσει γρήγορα. Τι θα γράψουμε;
Ο Κοσμάς μέτρησε το ασπρισμένο ντουβάρι με το μάτι και διάλεξε το σύνθημα. Βούτηξε το πινέλο στον κουβά που κρατούσε το κορίτσι, το στριφογύρισε στα σβέλτα για να μην σουρώσουν οι μπογιές και τράβηξε την πρώτη πινελιά. Μα στο ντουβάρι φάνηκε μονάχα μια μουτζούρα.
― Μη βιάζεσαι τόσο! είπε το κορίτσι. Πρώτη φορά γράφεις;
― Πρώτη.
― Μη βιάζεσαι. Να τραβάς το πινέλο μαλακότερα.
Δοκίμασε και πιο αργά. Καθώς είχε σηκώσει το χέρι ψηλά, οι μπογιές έπεσαν απάνω του. Με πολλά βάσανα έγραψε την πρώτη λέξη: ΚΑΤΩ… Από την άλλη μεριά ο μάστρο-Γιώργης είχε κάνει φτερά. Όσο να γράψει την πρώτη λέξη ο Κοσμάς, αυτός είχε τελειώσει με τα δύο πρώτα συνθήματα. Πήγαινε τρέχοντας.
― Έτσι θα μας πιάσει το πρωί, συναγωνιστή, είπε η μικρή. Κράτα δω!
Του έδωσε τον κουβά και πήρε το πινέλο.
― Τι να γράψω τώρα;
Ο Κοσμάς της είπε το σύνθημα: Κάτω η πολιτική επιστράτευση.
― Τι επιστράτευση πάλι είναι αυτή;
― Οι γερμανοί θέλουν να μας επιστρατεύσουν, της είπε. Να μας πάρουν εργάτες στα οχυρωματικά έργα.
― Από δω θα πάρουν! ― κι άρχισε να γράφει. Λέγε μου τώρα τις λέξεις μία-μία.
― Πολιτική, είπε ο Κοσμάς.
Εκείνη έγραψε γρήγορα το Π.
― Το άλλο πως γράφεται; Σκέψου καλά γιατί πρέπει να είναι και με ορθογραφία.
― Όμικρον! Είπε ο Κοσμάς.
Δε φάνηκε να την φώτισε.
― Δηλαδή κουλούρα ή από το άλλο;
― Κουλούρα.
― Έτσι πες.
Μιλούσε κι έγραφε. Τα χέρια της πήγαιναν γρήγορα.
― Που δουλεύεις; Τη ρώτησε ο Κοσμάς.
― Μαζί με τη Γεωργία, στη φάμπρικα.
― Και πως σε λένε;
― Παναγιώτα. Εσύ δε με ξέρεις, όμως εγώ σε ξέρω.
― Με ξέρεις; Από πού;
― Σε ξέρω!
Το μάστρο-Γιώργη τον πήγαιναν τώρα από κοντά. Και το ακορντεόν έπαιζε συνέχεια καντάδες. Στο τελευταίο σύνθημα τα δύο συνεργεία βρέθηκαν αντίκρυ. Έγραφε τη στιγμή εκείνη ο Κοσμάς, που δούλευε τώρα λιγάκι με άνεση. Τα γράμματα έβγαιναν όπως τα ήθελε ο μάστρο-Γιώργης: παλικαρίσια και όμορφα. Όπου το σήκωνε η περίσταση τραβούσε ο Κοσμάς καμιά ουρά ακολουθώντας τη συνταγή του μάστορα. Η Παναγιώτα ήταν ενθουσιασμένη.
― Μπράβο! Του έλεγε. Αυτό το ’γραψες καλά.
― Από πού με ξέρεις όμως δε μου είπες.
― Στη διαδήλωση σε είδα!
― Πότε;
― Στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη, δε θυμάσαι; Ήμουνα με τη Γιάννα.
― Ξέρεις τη Γιάννα;
Η Παναγιώτα δεν πρόλαβε να απαντήσει. Η χορωδία το γύρισε ξαφνικά στα κάλαντα. Ο Κοσμάς σταμάτησε κι αφουγκράστηκε.
― Πάμε! Φώναξε η Παναγιώτα.
― Μια στιγμή και τελειώνω, είπε ο Κοσμάς κι άρχισε να τραβά βιαστικά πινελιές.
Το σύνθημα όμως έμεινε μισοτελειωμένο. Από ψηλά κάποιος έφτασε τρέχοντας. Ο Κοσμάς άκουσε λαχανητά και γυναικεία φωνή.
― Έρχονται!
Η Παναγιώτα το έβαλε στα σβέλτα στα πόδια. Από αντίκρυ είχε γίνει άφαντος κι ο μάστρο-Γιώργης. Το κορίτσι που είχε έρθει πέρασε τρέχοντας στο πλάι του και ο Κοσμάς την ακολούθησε. Πέρα ακούστηκαν φωνές και ποδοβολητά. Ο δρόμος φωτιζόταν κιόλας από τους φανούς των αυτοκινήτων.
Ο Κοσμάς έφτασε πλάι στο κορίτσι που έτρεχε.
― Πρέπει να στρίψουμε, είπε, θα μας δουν.
Εκείνη, που φαίνεται τον γνώρισε αμέσως, δε μίλησε. Έτρεξε λιγάκι, ύστερα στάθηκε, έστριψε και σκαρφάλωσε σε μια σιδερένια πόρτα και πήδησε. Τη στιγμή που πηδούσε κι ο Κοσμάς, τα φανάρια του αυτοκινήτου φώτιζαν πέρα το δρόμο. Το φως έπεφτε απάνω στην Παναγιώτα που έτρεχε. Το αυτοκίνητο σταμάτησε. Από τις καρότσες πήδησαν και φώτιζαν με τους φακούς τους τους τοίχους. Κάποιος σκόνταψε στον τενεκέ με τις μπογιές κι άρχισε τις βλαστημιές. Φάνηκε κι ένας άλλος που είχε αρπάξει τον κουβά και τον άδειαζε πάνω στο ντουβάρι που είχε ασπρίσει η Παναγιώτα.
Ο Κοσμάς πήδησε. Είχε πέσει μέσα σ’ έναν κήπο. Το κορίτσι είχε σταθεί πλάι του ακουμπώντας στον τοίχο.
― Πρέπει να φεύγουμε! Είπε ο Κοσμάς.
Εκείνη πάλι δεν του απάντησε και τότε ο Κοσμάς γύρισε και την είδε. 
Η Γιάννα δεν το άφησε να μιλήσει.
― Μη μιλάς, του είπε ψιθυριστά. Έλα κοντά μου!
Πήραν κολλητά τον τοίχο. Στο δρόμο ακούγονταν που έτρεχαν. Στο σπίτι που ήταν η χορωδία έπεσαν πυροβολισμοί. Τότε μέσα στον κήπο γαύγισαν τα σκυλιά κι εκεί στο πλάι ξύπνησαν κάτι κότες. Είχαν βρεθεί σ’ ένα σανιδένιο κοτέτσι σκεπασμένο με λαμαρίνα. Πέρασαν και κρύφτηκαν πίσω.
Κάπου μία ώρα έμειναν μέσα στον έρημο κήπο. Απόξω στο δρόμο δεν έλεγαν να ησυχάσουν. Ήταν γερμανοί και χωροφύλακες. Έτρεχαν απάνω-κάτω, και τ’ αυτοκίνητα πότε πήγαιναν μπροστά, πότε γύριζαν πίσω. Δυο-τρεις σκαρφαλώσαν και στη μάντρα και ψάχναν με τους φακούς τον κήπο. Έψαξαν παντού, δεν είδαν τίποτα και κατόπιν έριξαν το φως απάνω στο σκύλο που είχε στριμωχτεί στη γωνία και κλαούριζε από τη λαχτάρα του.
― Τον βάνουμε, ρε, στο σημάδι; είπε κάποιος.
Ο άλλος βρέθηκε πιο λογικός:
― Μα με τους σκύλους θα τα βάλουμε τώρα; Να στριμώχναμε κανένα κουκουέ…
Ύστερα ο δρόμος πήρε σιγά-σιγά να ησυχάζει. Ακούστηκαν και τ’ αυτοκίνητα που έφευγαν και κατόπιν έγινε ησυχία, μια ησυχία δίχως τέλος.
Η Γιάννα σηκώθηκε κι αφουγκράστηκε κατά τη μεριά του δρόμου. Σηκώθηκε κι ο Κοσμάς.
― Θα βγούμε από την άλλη μεριά! είπε η Γιάννα.
Έφτασε στο ντουβάρι κι αρπάχτηκε από τα κάγκελα. Μα ο Κοσμάς ανέβηκε πρώτος. Όπως έκανε ν’ ανεβεί, η Γιάννα τον σταμάτησε.
― Τι είναι αυτό; Του είπε.
Στο χέρι του ο Κοσμάς κρατούσε ακόμη το πινέλο. Ανέβηκε στα κάγκελα, κοίταξε πέρα τον έρημο δρόμο κι έδωκε χέρι στη Γιάννα.
Πήγαν κάμποσο μαζί. Στον πρώτο δρόμο που συνάντησαν, η Γιάννα στάθηκε.
― Εδώ θα χωρίσουμε, του είπε. Δώσε και το πινέλο, γιατί εγώ θα πάω εδώ κοντά. Εσύ μένεις μακριά;
― Είναι κάμποσο.
― Η ώρα πλησιάζει, πρέπει να βιαστείς. Καληνύχτα.
Τι του ήρθε; Σκέφτηκε πως δεν έπρεπε να τη χάσει έτσι, όπως τότε. Αυτούς τους δύσκολους μήνες την είχε αναζητήσει πολύ κι έπρεπε να της το πει― να της το πει απόψε κιόλας πόσο του έλειψε. Τη φώναξε:
― Γιάννα!
Στάθηκε.
Μα παλιά και νέα χτυποκάρδια σηκωθήκαν σε μια στιγμή και του χάλασαν τη σειρά. Τι να της ειπεί;
Κι άξαφνα, από πού του κατέβηκε τη στιγμή εκείνη η αμαρτωλή σκέψη; Υποψίες που είχαν γεννηθεί, ποιος ξέρει πότε― υποψίες που δεν τις είχε αντικρίσει φανερά, παρά έβοσκαν κρυμμένες, σηκώθηκαν όλες μαζί.
― Θα σε ρωτήσω κάτι, Γιάννα, μα να μου πεις την αλήθεια.
Στεκόταν αντίκρυ του σιωπηλή και σκοτεινή σαν το αίνιγμα.
― Πες μου, της είπε, τον αγαπάς τον Τένη;
Την άκουσε που στέναξε. Τι να ήταν όμως ο στεναγμός εκείνος; Να ήταν η σιωπηλή ομολογία;
― Τον αγαπάς; Ξαναρώτησε. Πες μου την αλήθεια, πες μου… γιατί δε μιλάς, Γιάννα;
Ζήλευε εκείνη τη στιγμή, ζήλευε δυνατά και ήταν κακός.
― Να σου πω εγώ, της είπε, να σου πω εγώ. Τον αγαπάς!
Της το σφύριξε μέσα από τα δόντια, πεισματικά, σα να πετούσε φαρμάκι, σα να της έλεγε την πιο βαριά κατηγορία.
Δεν του απάντησε και τότε. Μα σήκωσε ξαφνικά το χέρι της και του το κατέβασε δυνατά στο πρόσωπο.
Ύστερα έφυγε τρέχοντας.
Περασμένες δώδεκα έφτασε ο Κοσμάς στο υπόγειο του Αντρίκου. Ο γέρος κοιμόταν. Στο ντιβάνι καθόταν και κάτι διάβαζε ο Τηλέμαχος.
― Εν τάξει; Ρώτησε.
Ο Κοσμάς δεν του απάντησε. Έκατσε και κείνος στο ντιβάνι και ήθελε να βρει πως θα ’κανε την αρχή. Στο δρόμο που ερχόταν είχε πάρει την απόφαση να τα πει στον Τηλέμαχο όλα. Εκείνος τον πρόλαβε:
― Το ’μαθες λοιπόν κι εσύ; Τον ρώτησε.
― Τι να μάθω;
― Για τον Τένη.
― Τι;
― Σήμερα το πρωί τον ντουφέκισαν στο Θυσιαστήριο.
Το δωμάτιο έφερε γύρους.
― …Τον ντουφέκισαν με άλλους εξήντα. Από το αυτοκίνητο που τους πηγαίναν στην Καισαριανή πέταξε το μαντήλι του με αυτό εδώ το σημείωμα.
Στο σημείωμα ο Κοσμάς διάβασε:
«Φίλοι μου, πάω για εκτέλεση. Ο θάνατός μου ας σας δώσει καινούργια δύναμη να συνεχίσετε τον αγώνα. Πεθαίνουμε για τη λευτεριά. Από τον αγώνα αυτόν ο λαός μας πρέπει να βγει νικητής. Έτσι δε θα πάει και το δικό μας αίμα χαμένο. Γιάννα, αγαπημένη μου. Η τελευταία σκέψη μου είναι μαζί σου. Ήθελα να σε κάνω ευτυχισμένη, δεν μπόρεσα. Τώρα που φεύγω σου εύχομαι να βρεις σύντροφο της ζωής σου άξιό μου και άξιό σου. Έχετε όλοι σας γεια. Τένης».

Δεν υπάρχουν σχόλια: