Ενα οδοιπορικό στην Αρτέμιδα, τη Μάκιστο, τους αγροτικούς δρόμους του Παλαιοχωρίου, έξι χρόνια μετά τη μεγάλη καταστροφή
«Το βάζει ο νους σας;»
Χόρχε Σεμπρούν, Το Μεγάλο Ταξίδι
Οχι. Κι ας έχουν περάσει έξι ολόκληρα χρόνια από τότε. Δεν βάζει ο νους τέτοια καταστροφή. Δεν χωράει η συνείδηση να αντέξει τόσους νεκρούς. Κι όλα σήμερα εδώ πάνω, στην Αρτέμιδα και τη Μάκιστο, στους αγροτικούς δρόμους του Παλαιοχωρίου, μοιάζουν τόσο ήρεμα. Είναι σαν να στάθηκε να ξαποστάσει ο χρόνος στις βρύσες με τις μουριές και δεν ξανασηκώθηκε. Η φύση παλεύει να οργιάσει ξανά. Οι πληγές της όμως πυορροούν ακόμα. Αλλά αυτή θα βρει την άκρη της. Οπως και οι άνθρωποι. Οσοι τουλάχιστον έχουν απομείνει στα χωριά απ’ όπου πέρασε η Μεγάλη Φωτιά.
Χόρχε Σεμπρούν, Το Μεγάλο Ταξίδι
Οχι. Κι ας έχουν περάσει έξι ολόκληρα χρόνια από τότε. Δεν βάζει ο νους τέτοια καταστροφή. Δεν χωράει η συνείδηση να αντέξει τόσους νεκρούς. Κι όλα σήμερα εδώ πάνω, στην Αρτέμιδα και τη Μάκιστο, στους αγροτικούς δρόμους του Παλαιοχωρίου, μοιάζουν τόσο ήρεμα. Είναι σαν να στάθηκε να ξαποστάσει ο χρόνος στις βρύσες με τις μουριές και δεν ξανασηκώθηκε. Η φύση παλεύει να οργιάσει ξανά. Οι πληγές της όμως πυορροούν ακόμα. Αλλά αυτή θα βρει την άκρη της. Οπως και οι άνθρωποι. Οσοι τουλάχιστον έχουν απομείνει στα χωριά απ’ όπου πέρασε η Μεγάλη Φωτιά.
Του Δημήτρη Τερζή
Βγαίνοντας απ’ τον δρόμο της Ζαχάρως κι ανεβαίνοντας στα χωριά του μαρτυρίου σύντομα διαπιστώνεις πως η μεγαλύτερη ταχύτητα που θα βάλεις είναι η τρίτη. Για να είμαστε ακριβείς, σου πιάνεται το χέρι να αλλάζεις από πρώτη σε δευτέρα και τούμπαλιν. Εφτά χιλιόμετρα ως την Αρτέμιδα κι άλλα τρία ως τη Μάκιστο. Η τρίτη ταχύτητα μπαίνει σπάνια και μοιάζει με πολυτέλεια σε τούτο τον κακοτράχαλο δρόμο που σε πολλά σημεία έχει μπαλώματα χωματόδρομου και σε άλλα έχει πέσει στην άκρη του και χάσκει στο κενό.
Μοιραία σού έρχεται το ερώτημα τι γίνεται εδώ τον χειμώνα, με τις βροχές και τα χώματα που κυλάνε στο ταλαιπωρημένο… οδόστρωμα, ειδικά τώρα που δεν υπάρχουν δέντρα να τα συγκρατήσουν; Πώς ανεβοκατεβαίνουν οι κάτοικοι των χωριών;
Πώς έρχεται λεωφορείο εδώ πάνω; Μα δεν έρχεται λεωφορείο, είναι η απάντηση. Το ΚΤΕΛ αρνείται να κάνει δρομολόγια όταν ο καιρός είναι άσχημος και όταν αυτός το επιτρέπει, το δρομολόγιο είναι μια φορά την εβδομάδα, κάθε Τρίτη.
Αριστερά μας υψώνεται κατάγυμνο πια το βουνό Λάπιθος. Καταφύγιο των Κενταύρων σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία. Για την ακρίβεια, οι Λαπίθες ήταν ένα είδος «κάστας» των Κενταύρων. Το όνομά τους προέρχεται από το λαπιστής (= αλαζών) και το ρήμα λαπίζω (= συρίζω), από την ίδια ρίζα λαπ- επίσης και το ρήμα αλαπάζω (=καταστρέφω, διαρπάζω), αλλά και το ουσιαστικό λαίλαπα (λαίλαψ). Σαν την πύρινη λαίλαπα που κάλυψε κάπου 12 χιλιόμετρα μέσα σε περίπου δύο ώρες, καταστρέφοντας τα πάντα στο πέρασμά της.
Σε μια στροφή του δρόμου φτάνουμε στα μνημεία. Τοποθετημένα στη σειρά, με στεφάνια και λουλούδια στα βάζα, βρίσκονται εκεί να θυμίζουν εκείνη τη μαύρη Παρασκευή, όταν 26 άνθρωποι –μεταξύ των οποίων και 7 παιδιά– έχασαν τη ζωή τους απ’ τις φλόγες και την ασφυξία. Ενα χιλιόμετρο πιο πέρα, στην άλλη πλευρά της πλαγιάς, βρίσκεται το εκκλησάκι, το μνημείο για τους υπόλοιπους νεκρούς, εκείνους που ξέφυγαν απ’ τον δρόμο αλλά δεν κατάφεραν τελικά να επιζήσουν. Εκεί στέκεται απείραχτη και η μηχανή τού τότε νεοδιόριστου αγροφύλακα της Αρτέμιδας, ένα απομεινάρι με λουλούδια ανάμεσα στις σκουριές του.
Ηταν η πρώτη μέρα του στην υπηρεσία και η τελευταία. Εχουν περάσει έξι χρόνια και όμως κανείς απ’ την πολιτεία δεν είχε την τσίπα να ρίξει λίγο τσιμέντο στον δρόμο για εκεί. Απ’ τα χώματα περνάς για να φτάσεις, μέσα απ’ τις ελιές που φέτος δεν κάρπισαν όπως άλλα χρόνια.
Αρτέμιδα
Φτάνουμε στο χωριό που μοιάζει κουκλίστικο από τότε που το ανοικοδόμησε η κυπριακή κυβέρνηση. Στον δρόμο επικρατεί ερημιά. Σταματάμε στην κεντρική πλατεία, στο μοναδικό καφενείο που είναι κλειστό. «Δεν ανοίγει το πρωί», μας ενημερώνει μια γυναίκα που φαίνεται ότι ήρθε για διακοπές.
Απ’ τον αύλειο χώρο ρίχνουμε μια ματιά σε όλη την κοιλάδα, από αριστερά όπως ήρθε η φωτιά ώς το βάθος όπου φαίνεται η παραλία της Ζαχάρως. Το βάζει ο νους σου πως όλα αυτά τα χιλιόμετρα με περιβόλια κι ελιές και δέντρα γίνανε στάχτη απ’ τη μια στιγμή στην άλλη;
Αποφασίζουμε να τραβήξουμε για τη Μάκιστο. Ισως εκεί να υπάρχει ανοιχτό καφενείο για ένα ποτήρι νερό. Πώς να αντέξεις το άνυδρο τόση ώρα μέσα στη ζέστη;
Μάκιστος
Ο δρόμος από την Αρτέμιδα ώς τη Μάκιστο είναι στενός και γεμάτος μπαλώματα. Μόνο λίγο πριν μπούμε στο χωριό και για καμιά 300αριά μέτρα αλλάζει η πίσσα του και είναι καινούργιος. Στεκόμαστε στον καφενέ «Η Πορτοκαλιά». Τρεις τέσσερις άνθρωποι παίζουν χαρτιά. Ενας δεμένος σκύλος μάς μυρίζει αλλά δεν ασχολείται παραπάνω μαζί μας. Απ’ το μαγαζί βγαίνει ο μπαρμπα-Αντώνης, μας καλωσορίζει, φτιάχνει ελληνικούς, φέρνει και παγωμένο νερό. Ξαποσταίνουμε στη σκιά και τον αφήνουμε να μιλήσει.
«Τι τα θες; Εδωσε ο Θεός και ζήσαμε. Πέρασε η φωτιά σαν άνεμος και τα ’καψε όλα. Με το λάστιχο ήμουνα και βρεχόμουνα απ’ τα μαλλιά, ενώ τα παπούτσια μου καίγανε! Τι να σώσω; Δεν μπορούσα να φύγω με γυναίκα ανάπηρη. Είδα τους άλλους να φεύγουνε, χαλασμός, εκρήξεις, μαύρη κάπνα. Θεριό η φωτιά. Εκλεισα τα παντζούρια και με το λάστιχο έβρεχα γύρω απ’ το σπίτι. Μια κότα ήρθε κι έκατσε εκεί δα στη γωνία και δεν έφευγε με τίποτα. Κούρνιασε πλάι μου. Κι εγώ κατάβρεχα όσο είχα νερό. Οι άλλοι; Πάνε οι άλλοι. Καήκανε εκεί κάτω…». Βουρκώνει.
«Να ’στε καλά», μας αποχαιρετάει σαν πίνουμε τον ελληνικό και φεύγουμε απ’ τον μικρό καφενέ. Θα μείνει με άλλους 20 στη Μάκιστο τον χειμώνα που έρχεται. Πέραν την πρώτης ενίσχυσης των 3.000 ευρώ, λεφτά για τους πυρόπληκτους απ’ το Ταμείο Μολυβιάτη ή από οποιοδήποτε ταμείο δεν είδε ποτέ. Ο μπαρμπα-Αντώνης είναι 83 ετών.
Πριν φύγουμε ζητάμε να μιλήσουμε και με άλλους. Ο αγρότης που ανεβαίνει στο τρακτέρ του μας φωνάζει «Δεν υπάρχει δικαιοσύνη, τι ψάχνετε;» κι αναχωρεί για τις δουλειές του.
Παλαιοχώρι
Αναζητούμε πια το σημείο όπου ξέσπασε η φωτιά. Στον δρόμο, κυριολεκτικά στο κέντρο τού πουθενά, στέκεται ένα λυόμενο κι έξω απ’ αυτό μια ψηλόλιγνη γιαγιά που μας κοιτάζει σαν παίρνουμε τη στροφή. Σταματάμε. Πιάνουμε κουβέντα. Ζει στο λυόμενο όλο τον χρόνο από τότε που κάηκε το σπίτι της. Ο γιος της έρχεται και τη βλέπει απ’ την Πάτρα όποτε μπορεί.
Μας καλοδέχεται η γυναίκα και ας μην καταλαβαίνει πολλά. Τον πόνο της θέλει να πει. «Εφτά μήνες κάνανε οι δασικοί να ’ρθουνε να δούνε το σπίτι μας που κάηκε. Ακόμα γραφειοκρατία. Σπίτι δεν έχω. Ακόμα με τα χαρτιά είμαστε. Χαρτιά και άλλα χαρτιά και δώσ’ του χαρτιά!»
Η κυρα-Ευθυμία είναι 88 ετών αλλά δεν την κάνεις για τόσο. Μας φιλεύει λουκούμι και παγωμένο νερό. «Πληρώνω χαράτσι για το λυόμενο, το ξέρεις;» παραπονιέται. Τρίβει λίγη ρίγανη στο χέρι της και θυμάται εκείνες τις μέρες της φωτιάς που τις αναμειγνύει με το παρελθόν της. «Εμείς με το μεροκάματο είμαστε μια ζωή. Ο άντρας μου δούλευε αξίνα στη Ζαχάρω. Οπου τον φωνάζανε δηλαδή. Και με το ρετσίνι ασχολούμασταν. Αλλά πού δέντρο πια; Κάψανε τον τόπο, κάηκε ο κόσμος».
Στα πόδια μας περνάει η χαράδρα απ’ όπου πέρασε κι η φωτιά. Εκεί που είμαστε, δεν κουνιέται φύλλο. «Εκεί κάτω φυσάει τώρα», μας λέει. Αναλογίζομαι τα λόγια του μπαρμπα-Αντώνη στη Μάκιστο. «Στρόβιλος ήταν η φωτιά, αέρας, θεριό ανήμερο, πού να την προλάβεις;» Εκείνη την Παρασκευή ο λίβας των 5–6 Μποφόρ που φυσούσε στη χαράδρα ήταν αρκετός ώστε να μη μείνει τίποτε όρθιο.
«Ηρθανε και πήρανε τα καμένα δέντρα. Φορτηγά… ουουουουου», κουνάει τα χέρια της κυρα-Ευθυμία. «Εσκασε ο δρόμος απ’ το βάρος τους» λέει.
Εφημερίδα των συντακτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου