Επιμέλεια: Μισέλ Φάις
Του Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου
Την άνοιξη του 1938, ήτοι δύο (περίπου) χρόνια μετά την επιβολή της δικτατορίας Μεταξά, πήγαινα στην τρίτη τάξη του Δημοτικού, σε ένα σχολείο που στεγαζόταν σε κάποιο άθλιο κτήριο μιας κεντρικής γειτονιάς του Πύργου. Ενα πρωί, κι ενώ παίζαμε αμέριμνοι στο προαύλιο, έγινε εισβολή ενστόλων της Νεολαίας Μεταξά, οι οποίοι (συνοδευόμενοι από τους δασκάλους μας) διέταξαν να συγκεντρωθούμε κατά εξάδες, προκειμένου να μας γράψουν μέλη αυτής της οργάνωσης.
Αυτή τη Νεολαία τη σιχαινόμουν ενστικτωδώς, όχι (βέβαια) για λόγους ιδεολογικούς, αλλά γιατί όλα τα τσογλάνια και τα υποκείμενα της γειτονιάς έσπευσαν να γίνουν μέλη της, να φορέσουν κάτι μπλε στολές με ένα κωμικό δίκοχο στο κεφάλι, να αποκτήσουν τον αέρα της εξουσίας και να μας καταπιέζουν.
Αρχισα να σκέφτομαι πώς να την κοπανήσω. Από την τελευταία σειρά της παράταξης (ήμουν κοντός) κινήθηκα αργά προς τα αποχωρητήρια (που έζεχναν μέχρις αηδίας), με σκοπό να φύγω από μία πλάγια πόρτα -όπου, όμως, είδα δύο γνωστά μούτρα να τη φυλάνε σαν κέρβεροι.
Μη έχοντας άλλη διέξοδο, αναρριχήθηκα προσεχτικά στη μάντρα της αυλής, υπολογίζοντας να γλιστρήσω απαλά προς τα έξω και να πέσω σε έναν σωρό με χώματα. Δεν υπολόγισα, όμως, σωστά το ύψος και, πέφτοντας, τραυμάτισα το δεξί μου γόνατο -ώστε παρέστη ανάγκη δύο περαστικοί να με μεταφέρουν στο παρακείμενο φαρμακείο Καχτίτση, όπου με επέδεσαν και μου έκαναν και τον σχετικό αντιτετανικό ορό.
Στο σπίτι έφθασα σε θλιβερή κατάσταση, και μετά τις πρώτες κατσάδες και τις επιτιμήσεις, άρχισαν να σκέφτονται τι δέον γενέσθαι. Τότε, ως από μηχανής θεός, μια γειτόνισσά μας είπε στη μάνα μου ότι πολλές οικογένειες, θέλοντας να αποφύγουν αυτό το μασκαραλίκι (αυτή τη λέξη χρησιμοποίησε), έγραψαν τα παιδιά τους στους Προσκόπους, όπου λόγω βασιλικής ευνοίας που απολάμβανε το Σώμα, ο Μεταξάς δεν τολμούσε να επέμβει.
Ετσι σε λίγες ημέρες κυκλοφορούσα και εγώ με τη σχετική προσκοπική στολή, κυττάζοντας αφ” υψηλού και εμφανώς ειρωνικά τα κωλόμουτρα της Νεολαίας Μεταξά.
*
Στις αρχές εκείνου του καλοκαιριού μάς ανακοίνωσαν στη Λέσχη ότι οι πρόσκοποι της πόλης οργάνωναν μία μεγάλη Κατασκήνωση, στο πευκοδάσος δίπλα στο περίφημο ορεινό θέρετρο του Λάλα, πολύ κοντά στο φημισμένο δάσος της Φολόης, όπου στα αρχαία χρόνια ζούσαν Κένταυροι κ.λπ. κ.λπ. Η πρώτη αντίδραση των δικών μου ήταν, εννοείται, αρνητική -αλλά η συμμετοχή πολλών παιδιών πλείστων γνωστών και φίλων άρχισε να κάμπτει τις αντιρρήσεις. Το οριστικό ναι αποφασίστηκε, όταν μία φίλη της μητέρας μου την πληροφόρησε ότι και αυτοί θα παραθέριζαν οικογενειακώς στου Λάλα, επιπλέον δε η υπηρέτριά τους («η υπηρεσία», όπως την έλεγαν) καταγόταν από αυτό το χωριό, όπου είχαν σπίτι και έμεναν οι δικοί της.
Φθάσαμε στην Κατασκήνωση μετά από πολύωρο ταξίδι, με ένα παμπάλαιο λεωφορείο, μέσα από κακοτράχαλους δρόμους πνιγμένους στα πεύκα. Μου έκανε εντύπωση η έντονη μυρουδιά ρετσινιού: σε κάθε πεύκο έβλεπα μία τριγωνική εγκοπή του κορμού, στη βάση της οποίας κρεμόταν ένα τενεκεδάκι, όπου συγκεντρωνόταν, δάκρυ δάκρυ, το ρετσίνι των δέντρων.
Μας αμόλησαν αμέσως να κόψουμε φτέρες για τα κρεβάτια, ενώ μία ομάδα, φορτωμένη με κουβάδες, δοχεία, παγούρια κ.λπ. ξεκίνησε για την πηγή, να κουβαλήσει νερό. Πηγή δεν είχα δει ποτέ μου, δεν ήξερα πώς να τη φανταστώ, άκουγα τους βαθμοφόρους να λένε με κάποιο θαυμασμό: «Κατεβαίνουμε στη Λουκίσσα». Φορτώθηκα, λοιπόν, δύο-τρία παγούρια και τους ακολούθησα.
*
Η απόσταση ήταν αρκετή, ο δρόμος ανώμαλος και δύσβατος. Φτέρες, σχίνα, αναρριχητικά, θάμνοι με άγρια αγκάθια κ.ά. κατάκλυζαν το δάσος, μέσα από το οποίο άκουγα παράξενους θορύβους, έβλεπα χελώνες και σαύρες. Κάθε τόσο διασταυρωνόμαστε με ντόπιους που με τα ζώα τους, φορτωμένα με μεγάλα ξύλινα βαρέλια, κουβαλούσαν νερό.
Φθάσαμε στην πηγή. Αναστατωμένος, έβλεπα το νερό να βγαίνει ορμητικά από τον βράχο, γυναίκες που γέμιζαν κάθε λογής δοχεία, άκουγα τον ήχο του νερού, τη βαβούρα του κόσμου, τα κελαδήματα πουλιών. Ως εν εκστάσει πλησίασα τσαλαβουτώντας κι άρχισα να πίνω νερό με τις χούφτες μου.
Ενας βαθμοφόρος με τράβηξε απότομα.
-Είσαι ιδρωμένος, μου λέει, το νερό είναι παγωμένο, θα κρυώσεις.
Το πρωί ο λαιμός μου είχε κλείσει, ψηνόμουν στον πυρετό. Αναγκάστηκα έτσι, το απογευματάκι, να καταφύγω στο σπίτι της γνωστής μας υπηρέτριας, για να με γιατροπορέψουν και να κοιμηθώ εκεί τη νύχτα.
*
Το σπίτι ήταν ένα χαμόγειο, μια χαμοκέλα καθώς λένε. Μέσα ο χώρος ήταν ενιαίος, χωρίς χωρίσματα. Στο δάπεδο, από πατημένο χώμα, υπήρχαν πέντε στρώματα γεμισμένα (όπως διαπίστωσα) με φύλλα καλαμποκιού, ενώ ένα διπλό κρεβάτι καταλάμβανε την πιο απόμερη γωνιά.
Στην άλλη γωνία έφτιαξαν ένα κρεβατάκι για μένα, τοποθετώντας πάνω σε δύο τρίποδα σανίδες κι ένα στενό στρώμα, γεμισμένο κι αυτό με φύλλα καλαμποκιού, που έτριζαν φρικτά στην παραμικρή κίνηση.
Οταν έσβησαν τη λάμπα και έπεσαν όλοι για ύπνο, διαπίστωσα έκπληκτος ότι στο διπλό κρεβάτι δεν ξάπλωσε το αντρόγυνο (όπως υπέθετα), αλλά η μεγαλύτερη κόρη και ο άντρας, με τον οποίον είχε προσφάτως παντρευτεί.
Σε λίγο, μέσα από τους εφιάλτες και τους ιδρώτες του πυρετού, άκουσα από το μέρος του διπλού κρεβατιού τριξίματα και γοερές κραυγές, που κρατούσαν αρκετά, ύστερα σταματούσαν, αλλά γρήγορα ξανάρχιζαν -κι αυτό θα πρέπει να συνεχιζόταν επί ώρες.
Δεν είχε ακόμη ξημερώσει, όταν με ξύπνησε η υπηρέτρια που ανέφερα.
-Σήκω, μου λέει, πρέπει να γυρίσεις στον Πύργο. Εχει λεωφορείο στις εφτάμισι.
Ντύθηκα βιαστικά, χαιρέτησα τη μάνα των παιδιών (ο πατέρας είχε ήδη φύγει, το ζεύγος κοιμόταν μακαρίως στο διπλό κρεβάτι) και έφθασα στην Κατασκήνωση την ώρα του εγερτηρίου. Σε λίγο είδα την πρώτη ομάδα, εφοδιασμένη με παγούρια και κουβάδες, να ξεκινάει (με τραγούδια και κραυγές) για νερό από τη Λουκίσσα.
………………………………………………………….
* Τελευταίο βιβλίο του Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου είναι η συγκεντρωτική έκδοση του διηγηματογραφικού έργου του «Τα διηγήματα» (Γαβριηλίδης, 2012)
δημοσιεύτηκε στις 25/8/2013 στην εφημερίδα των συντακτών .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου