Όσο κι αν αναμένεις ένα γεγονός, όταν αυτό γίνεται πραγματικότητα αδυνατείς να το πιστέψεις. Η ψυχρή ώρα του αποχαιρετισμού σού διαγράφει μονομιάς όποια απαντοχή διατηρούσες μέχρι εκείνη τη στιγμή και αίφνης βρίσκεσαι ολομόναχος με μοναδική συντροφιά τις αναμνήσεις σου. Ασυναίσθητα κοιτάς τις παλάμες σου και τις βρίσκεις αδειανές απ’ αυτό που μόλις λίγο πιο πριν κρατούσες. Το ίδιο κενές βρίσκεις και τη ψυχή και τη καρδιά σου που κι αυτές μόλις λίγες στιγμές πιο πριν ζεσταίνονταν αχόρταγα από την αγάπη των αγαπημένων σου…
Κάπως έτσι, εν κενώ βρέθηκα χθες τη Κυριακή (31/3/13) όταν ο ηλεκτρονικός τύπος με πληροφόρησε το αναμενόμενο, το κλείσιμο της «ΕΣΤΙΑΣ», το βιβλιοπωλείο της οδού Σόλωνος, χτυπημένο κι αυτό από την οικονομική κρίση. Τι σημασία μπορεί να έχει, πια, αν πω ότι μια μέρα πιο πριν βρισκόμουν στα πόδια της και προσκυνούσα τη ζέση των βιβλίων της; Καμία.
Το μοιραίο κανείς μας δεν μπορεί ούτε να αποτρέψει ούτε να το ανατρέψει και το μόνο που μας αφήνεται να πράξουμε είναι να προστρέξουμε στις χαρμολύπες θύμησες, στους ψυχρούς απολογισμούς και λογαριασμούς. Για να περιπέσουμε σε ακόμη μεγαλύτερη μελαγχολία, αν διαπιστώσουμε ότι το αποτέλεσμα είναι συνεχώς μειούμενο, αν διαπιστώσουμε ότι το υπόλοιπο όλο και συνεχώς μικραίνει. Και όλοι μας ανεξαιρέτως ξεμακρυνόμαστε συν τω χρόνω από πρόσωπα και πράγματα που μας έχουν γίνει συνήθειες. Τρόπος ζωής. Μέρος της δικής μας ετερότητας, τελικά ολοζώντανο κομμάτι του εαυτού μας.
Ένα ένα τα ελάχιστα εύχυμα και μελίρρυτα κομμάτια της ύπαρξης μας μπροστά στον αφεύκτως φθοροποιό χρόνο αποκολλώνται από το κορμί μας, και αλήθεια, ως σκέλεθρα τι απομένει να απολαύσουμε; Το κλείσιμο της «ΕΣΤΙΑΣ» μου έφερε στη σκέψη το στίχο της Δημουλά, «Κύριε μη μας πάρεις άλλο τις απώλειες μας. Δεν έχουμε που αλλού να μείνουμε»… Τα κατεβασμένα από σήμερα ρολά της οδού Σόλωνος είναι μια απώλεια. Άλλη μια μεγάλη απώλεια. Είχαν προηγηθεί άλλες τα τελευταία χρόνια, με σχεδόν πιο πρόσφατη το βιβλιοχαρτοπωλείο του Πάλλη στην Ερμού απ’ όπου φεγγάρια ολάκερα προμηθευόμουν τα χαρτικά, τα μελάνια, τις μπογιές και τα μολυβάκια μου για να χαράξω τη πορεία μου. Για να χρωματίσω τη ζωή μου. Τον εαυτό μου…
Μόνο απώλειες καταγράφει η Αθήνα τα τελευταία χρόνια και όλοι νομίζω γινόμαστε φτωχότεροι. Δεν έχει νόημα να τις απαριθμήσω μια μία. Αλλά, να, σκέπτομαι πως μπορεί ο άνθρωπος να ζει χωρίς τις αγαπημένες του συνήθειες, και πως μπορεί η ζωή μας να πορεύεται ανεόρταστη όταν χωρίζει από οικείες φωνές και παρουσίες. Η «ΕΣΤΙΑ» σήμερα, ο «Πάλλης» χθες, δεν ήταν εμπορικά μαγαζιά που απλά έμπαινες κι έβγαινες. Ήταν ναοί πνευματικής μύησης, ήταν οδοδείκτες ορθής ζωής, σηματωροί συμπεριφοράς, ήταν προορισμός και αναφορά, ήταν ολόζεστοι χώροι που με τις ολόγιομες ψυχές τους σού παρείχαν σιγοψιθυριστά το ελευθέρας για να τους κατακτήσεις, μα και συ ο ίδιος γινόσουν κτήμα τους αιχμαλωτισμένος στα ακαταμάχητα θέλγητρά τους. Λες και το’ χα διαίσθηση το κακό, το Σάββατο βρέθηκα κοντά της. Τη τελευταία μέρα πριν μας αποχαιρετήσει.
Το προγραμμάτιζα εδώ και μια εβδομάδα να περάσω οπωσδήποτε από την «ΕΣΤΙΑ» να αγοράσω ένα βιβλίο και συγκεκριμένα το «Αθήνα, ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία». Και ω της σύμπτωσης, το βιβλίο είναι έκδοση του «Βιβλιοπωλείον της Εστίας». Βρέθηκα κατά τις δυόμιση το μεσημεράκι. Μόλις δύο πελάτες είμαστε όλοι κι όλοι εκείνη την ώρα. Ο άλλος πελάτης ήταν ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος. Ο γνωστός δικηγόρος αφού περιηγήθηκε τους μπάγκους κράτησε στα χέρια του 3-4 βιβλία και πήγε στο ταμείο να πληρώσει. Ο υπάλληλος μόλις πήγε να βάλει τα βιβλία στη τσάντα, ο Λυκουρέζος του τα πήρε από τα χέρια, λέγοντας του: «όχι άλλο ναύλον σακούλες». Τα πήρε χύμα παραμάσχαλα και αποχώρησε με το ευγενές και αριστοκρατικό του στυλ. Έκανα κι εγώ τις βόλτες μου στους πάγκους, βρήκα το βιβλίο μου, είδα τι άλλο κυκλοφορεί, ξεχώρισα μερικά άλλα πλην όμως οι τσέπες μου δεν είχαν τα ανάλογα χρήματα για να τα αγοράσω. Πλήρωσα τα τριάντα ευρώ για την «Αθήνα» μου των 700 σελίδων και έπιασα κουβέντα με τον ταμία για το εφημεριδάκι που εκδίδω πρόσφατα, τη Zeronews και η οποία διανέμεται δωρεάν από την «ΕΣΤΙΑ». Από τη κουβέντα δεν κατάλαβα το κακό προμήνυμα. Αλλά, φεύγοντας ασυναίσθητα γύρισα και έριξα μια τελευταία ματιά, κάτι σαν τον…τελευταίο ασπασμό. Μου ’ρθε μια εικόνα και μια μυρωδιά περίεργη.
Μια εικόνα φθοράς και μια μυρωδιά σηπεδόνας ανάκατης με βαριά γλυκύ οσμή τυπωμένου χαρτιού. «Πόσο θα αντέξει αυτό το μαγαζί;», αναρωτήθηκα και με θλίψη για την επερχόμενη ειμαρμένη ανηφόρισα για το Κολωνάκι. «ΕΣΤΙΑ», τέλος! Το βιβλιοπωλείο που πρωτογνώρισα στο τέλος της δεκαετίας του ’70, αγοράζοντας τη ζωή μου∙τον Παπαδιαμάντη μου, τον Καζαντζάκη μου, τον Καραγάτση μου, τον Βενέζη μου και τους άλλους συγγραφείς της νεοελληνικής λογοτεχνίας τους οποίους εξέδιδε αποκλειστικά η «ΕΣΤΙΑ» με το σκληρό εξώφυλλο, με το χαρακτηριστικό σήμα το αναμμένο τζάκι. Η φλόγα της γνώσης που έκαιγε από το 1885 έσβησε τη τελευταία μέρα του Μάρτη του 2013. Κυρία Εστία, σ’ ευχαριστούμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου